έρρινος

έρρινος
-η, -ο
βλ. ένρινος, -η, -ο.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • έρρινος — η, ο βλ. ένρινος. επίρρ... ερρίνως και α με τη μύτη. [ΕΤΥΜΟΛ. < έν ρινος (< ριν «μύτη»), με αφομοίωση τού ν προς το ρ ] …   Dictionary of Greek

  • ερρινίζω — [έρρινος] μιλώ με έρρινη προφορά, μιλώ με τη μύτη, μουθουνίζω …   Dictionary of Greek

  • ένρινος — και έρρινος, η, ο [ρις] (για φωνή, ήχο) αυτός που ηχεί μέσα στη ρινική κοιλότητα («ένρινη ομιλία») …   Dictionary of Greek

  • δίνη — η (AM δίνη) 1. περιστροφική κίνηση νερού ή ανέμου, στρόβιλος, ρούφουλας 2. βάσανα, κακοπάθεια, αναστάτωση («η δίνη τού πολέμου») νεοελλ. 1. η ανατάραξη τής θάλασσας που οφείλεται στη συνάντηση αντίθετων ρευμάτων ή στη λειτουργία έλικα πλοίου, το… …   Dictionary of Greek

  • ερράπτω — ἐρράπτω (Α) ράβω κάτι μέσα σε κάποιο πράγμα («ὡς ἐνερράφη Διὸς μηρῷ», Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < εν ράπτω, με αφομοίωση τού ν προς το ρ πρβλ. έν ρινος > έρρινος] …   Dictionary of Greek

  • ερρινομελής — ές αυτός που εκτελεί το μέλος έρρινα, που ψάλλει έρρινα, με τη μύτη. [ΕΤΥΜΟΛ. < έρρινος + μελής (< μέλος)] …   Dictionary of Greek

  • ερρινότητα — η [έρρινος] η ιδιότητα τής ένρινης φωνής …   Dictionary of Greek

  • ρίς — και ῥίν, ῥινός, ή, ΜΑ η μύτη, το όργανο τής όσφρησης και τής αναπνοής (α. «ἀμβροσίην ὑπὸ ῥῑνα ἑκαστῳ θῆκε φέρουσα», Ομ. Οδ. β. «ἀποταμὼν τὴν ῥῑνα», Ηρόδ. γ. «ἕλκεσθαι τῆς ῥινός», Λουκιαν.) αρχ. στον πληθ. αἱ ῥῑνες τα ρουθούνια (α. «στόμα τε ῥίνας …   Dictionary of Greek

  • υπόρρινος — η, ο / ὑπόρρινος, ον, ΝΑ 1. υπορρινικός 2. κάπως έρρινος αρχ. (το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) τὰ ὑπόρρινα α) οι τρίχες τού μουστακιού β) συνεκδ. το μουστάκι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + ρρινος (< ῥίς, ῥινός «μύτη»), πρβλ. ἐπί ρρινος] …   Dictionary of Greek

  • ένρινος — ένρινος, η, ο και έρρινος, η, ο 1. για ήχο, αυτός που παράγεται στη ρινική κοιλότητα. 2. (γραμμ.), «έρρινα ή ρινικά σύμφωνα», το μ και το ν …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”